Ιδού η καλύτερη επίθεση της Euroleague

Η καλύτερη επίθεση της Euroleague δεν ανήκει στην πρωταθλήτρια ΤΣΣΚΑ. Ούτε καν στην πυραυλοκίνητη Ρεάλ, ή τις “αμερικανοποιημένες” Εφές-Μακάμπί. Η ομάδα με τον καλύτερο συντελεστή πόντων/ανά κατοχής δεν είναι άλλη από την Μπάμπεργκ. Ο λόγος για την πρωταθλήτρια Γερμανίας, που χαρακτηρίζεται από το τρίτο μικρότερο μπάτζετ της διοργάνωσης, αλλά παράλληλα θεωρείται ομάδα του προπονητή και απολαμβάνει τους καρπούς της σταθερότητας σε ότι αφορά τον τρόπο δουλειάς και τον βασικό κορμό παικτών.

Πως γίνεται, λοιπόν, μια ομάδα που φαινομενικά βρίσκεται εκτός 8άδας (αυτή τη στιγμή έχει ρεκόρ 7-9), να έχει κερδίσει τον σεβασμό ολόκληρης της Ευρώπης; Γίνεται. Η Brose Baskets αποτελεί την επιτομή της φράσης “δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο”.

Η Μπάμπεργκ διανύει αυτή τη στιγμή την καλύτερη της φόρμα στην Euroleague. Μετράει τρεις συνεχόμενες νίκες (επί του Ολυμπιακού και της Μπαρτσελόνα εντός και της Γαλατάσαραϊ εκτός) και πλησιάζει επικίνδυνα σε τροχιά 8άδας. Η τύχη χαμογελά στον Αντρέα Τρινκέρι και την ομάδα του, αφού πρώτα του είχε γυρίσει την πλάτη. Οι Γερμανοί δεν πάτησαν ξαφνικά έναν διακόπτη και άρχισαν να κερδίζουν. Ήταν σταθερά καλοί από την αρχή της χρονιάς, δείχνοντας ένα άκρως ανταγωνιστικό πρόσωπο, όπου κι αν έπαιζαν. Παρά το κακό τους ξεκίνημα χτύπησαν τα περισσότερα ματς που έδωσαν – και εντέλει έχασαν, όπως τα εκτός έδρας με Φενέρμπαχτσε και Μπαρτσελόνα, ή αυτά με Παναθηναϊκό και ΤΣΣΚΑ εντός. Από τα 9 παιχνίδια που έχουν χάσει οι Γερμανοί έχουν ηττηθεί με διαφορά μεγαλύτερη των 4 πόντων μόλις στα τρία: με τη Ζαλγκίρις, τη Μπασκόνια και τη Ρεάλ εκτός έδρας.

Το χτίσιμο της ομάδας

Η Μπάμπεργκ είναι μια ομάδα που “ωριμάζει” με το πέρασμα των χρόνων, έχοντας ως σταθερό παρανομαστή τον Αντρέα Τρινκέρι, τον οποίο απέκτησε σπάζοντας το συμβόλαιο του με την Ούνιξ Καζάν το καλοκαίρι του του 2014. Ακολούθησαν έκτοτε τρία πρωταθλήματα Γερμανίας και δύο καλές πορείες σε Eurocup και Euroleague. Η βάση της ομάδας από εκείνη την εποχή είναι οι Ντάνιελ Τάις, Γιάνις Στρέλνιεκς και Ελάιας Χάρις. Με την πάροδο των χρόνων αποχώρησαν οι Μπάγκαριτς, Τάντα, Τόμπσον, Σμιτ, Ντάνκαν, Εμπάκουε, Ρόμπινσον, αλλά και ο Μπραντ Ουαναμέικερ, ο οποίος υπέγραψε ένα συμβόλαιο με πολλαπλάσιες αποδοχές στην Νταρουσάφακα το περασμένο καλοκαίρι.

Ο Ουαναμέικερ αποτελεί μια ακόμη απόδειξη ότι ο Τρινκέρι φημίζεται για τις ικανότητες του στο recruiting. Στην καριέρα του εξάλλου έχει αναδείξει παίκτες όπως ο Κάιλ Χάινς, ο Άλεξ Τάιους κι ο Άντριου Γκάουντλοκ. Ο Ουναμέικερ για παράδειγμα είχε προϋπηρεσία μόνο σε μικρές ομάδες της Ιταλίας (Τεράμο, Φόρλι, Πιστόια) και της Γαλλίας ( στη Λιμόζ, όπου τον είχε πρωτοανακαλύψει ο Παναγιώτης Γιαννάκης), αλλά κατάφερε να ανταπεξέλθει και με το παραπάνω στο υψηλότερο επίπεδο, με αποτέλεσμα να γίνει ο πιο περιζήτητος Αμερικανός γκαρντ το φετινό καλοκαίρι.

Ακόμη, όμως και μετά την αποχώρηση του καλύτερου της παίκτη, η Μπάμπεργκ δεν πτοήθηκε. Μπορεί να έχασε τον Ουαναμέικερ, ωστόσο, φρόντισε να τον καλύψει με έναν άλλον scoring-guard, έναν παίκτη με ευρωπαϊκή εμπειρία που υποχρεώνει τις άμυνες να προβληματιστούν για το μαρκάρισμα των pick-n-roll που τρέχει ο ίδιος. Ο λόγος για τον Φαμπιέν Κοζέρ, που μετράει 10.5 πόντους και 2.3 ασίστ τη φετινή σεζόν.

Η κίνηση-ματ, βέβαια, είναι άλλη και ακούει στο όνομα Νικολό Μέλι. Ο Τρινκέρι εμπιστεύτηκε τον συμπατριώτη του προσφέροντας του μια σανίδα σωτηρίας μετά το “ναυάγιο” της Αρμάνι. Και εκείνος τον δικαίωσε πλήρως, παίζοντας – ειδικά φέτος – ως ο καλύτερος ψηλός της διοργάνωσης. Ο Μέλι συνθέτει δίδυμο μαζί με τον παλιό Τάις, αλλά και τον Ραντόσεβιτς που επίσης συνεχίζει από την περσινή χρονιά. Επί της ουσίας η μοναδική αλλαγή-προσθήκη στη γραμμή των ψηλών το φετινό καλοκαίρι ήταν ο βετεράνος Λευκορώσος Βλάντιμιρ Βερεμένκο, που φημίζεται για τα καλά του χέρια και την τεχνική του στην υποδοχή της πάσας μετά το roll.

Οι υπόλοιπες κινήσεις μοιάζουν με πινελιές. Οι Μίλερ, Ζήσης, Στάιγκερ, Χέκμαν, Νίκολιτς συνεχίζουν στην ομάδα, ενώ η μοναδική νέα προσθήκη στην περιφέρεια ήταν ο Μαοντό Λο και εσχάτως ο Τζερέλ ΜακΝιλ.

Ένας “τρίποντος” πονοκέφαλος

Αυτό που έχει καταφέρει να δημιουργήσει ο Τρινκέρι και ο Έλληνας άμεσος συνεργάτης του, Ηλίας Κατζούρης, είναι μια ομάδα με υψηλό μπασκετικό IQ, με ψηλούς που μπορούν να παίξουν με πρόσωπο στο καλάθι, να πασάρουν και να απειλήσουν από μακριά και περιφερειακούς που μπορούν αφενός να σουτάρουν από απόσταση και αφετέρου να διαβάζουν το παιχνίδι. Κι αν έπρεπε να εστιάσουμε σε δύο και μόνο στοιχεία, το πρώτο είναι το πληθωρικό ταλέντο των Μέλι, Τάις, Ραντόσεβιτς, Βερεμένκο στο in-out παιχνίδι. Ο Μέλι σουτάρει με 54% στο τρίποντο, ο Τάις με 47% και οι Ραντόσεβιτς-Βερεμένκο έχουν μεγάλη έφεση στο σουτ από μέση απόσταση, ειδικά ο Κροάτης.

Η Μπάμπεργκ έχει καταφέρει να θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την περσινή Λοκομοτίβ Κουμπάν, που επίσης διέθετε ταυτόχρονα πέντε παίκτες στο παρκέ που μπορούσαν να απειλήσουν με πρόσωπο στο καλάθι.

Τα κοινά τους χαρακτηριστικά είναι οι ευλαβικές αποστάσεις στην επίθεση, η ικανότητα όλων των παικτών να σουτάρουν και να πασάρουν, στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ομάδας που “σκοτώνει” από τη γραμμή των τριών πόντων. Για του λόγου το αληθές η Μπάμπεργκ είναι η ομάδα που ευστοχεί στα περισσότερα τρίποντα στη διοργάνωση (10.2), σουτάροντας παράλληλα με το υψηλότερο ποσοστό (43%).

Αυτό, βέβαια, δεν είναι θέμα μόνο των ψηλών, αλλά και των περιφερειακών. Από τους περιφερειακούς που έχουν χρόνο συμμετοχής ο παίκτης με το μικρότερο ποσοστό στα σουτ είναι ο Ζήσης (29%) που ως γνωστόν είναι ένας πολύ καλός σουτέρ. Οπότε μπορούμε να καταλάβουμε το επίπεδο αποτελεσματικότητας των υπολοίπων, δηλαδή του Κοζέρ (35%), του Χέκμαν (44%), του Λο (48%), του Μίλερ (43%), του Στάιγκερ (50%) και του Στρέλνιεκς (43%).

Η καλύτερη επίθεση της διοργάνωσης

Αναφέρθηκε και προηγουμένως ότι η Μπάμπεργκ κατέχει την καλύτερη επίδοση πόντων/ανά κατοχή στην διοργάνωση με 1.043. Έχει δηλαδή καλύτερο συντελεστή από την ΤΣΣΚΑ (1.037) και την Ρεάλ Μαδρίτης (1.023), τις μοναδικές ομάδες που ξεπερνούν τη μονάδα. Παράλληλα είναι η 5η ομάδα σε ranking (88.2), οι 5οι σε πόντους  (81.5). η 6η σε ασίστ (18.0) και η πιο εύστοχη σε δίποντα (55%) και τρίποντα (43%), καθώς επίσης και τρίτη στις βολές (80%).

Από τα προηγμένα στατιστικά προκύπτει η ικανότητα της ομάδας να ευστοχεί σε spot-up σουτ. Έχει τον δεύτερο καλύτερο συντελεστή πόντων (1.182) και τους περισσότερους πόντους στο σύνολο (302) πίσω από την Εφες (326) και την ΤΣΣΚΑ (313). Από εκεί σημειώνεται το 24% των πόντων της.

Ως δεύτερη πηγή σκοραρίσματος θεωρείται το σκοράρισμα των χειριστών από pick-n-roll (20%) με 224 συνολικούς πόντους. Οι μοναδικές ομάδες με περισσότερους πόντους είναι η Νταρουσάφακα (272) και η ΤΣΣΚΑ (239).

Στα “υπέρ” της είναι ακόμη οι φάσεις με screen μακριά από τη μπάλα, εκεί όπου παίκτες του Τρινκέρι αποτελούν τους πιο αποτελεσματικούς στη διοργάνωση (1.322 πόντους/ανά κατοχή), έχοντας με διαφορά τους περισσότερους πόντους από οποιαδήποτε άλλη ομάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Ρεάλ που διακρίνεται για τέτοιο στυλ παιχνιδιού.

Η αχίλλειος πτέρνα ονομάζεται “αθλητικότητα”

Εκεί που χωλαίνει είναι οι φάσεις ένας-εναντίον-ενός που αποτελούν και την αχίλλειο πτέρνα της ομάδας, καθώς δεν διαθέτει παίκτες με αθλητικά προσόντα. Για το λόγου το αληθές η μοναδική στατιστική κατηγορία που παίρνει κάτω από τη βάση είναι το “isolation”, οι πόντοι της απομόνωσης. Η Μπάμπεργκ είναι προτελευταία σε αποτελεσματικότητα (0.688) και πόντους πάνω μόνο από τη Ζαλγκίρις.

Και δεν είναι οι μόνοι του ένας-εναντίον-ενός που προδίδουν την αδυναμία της πρωταθλήτριας Γερμανίας. Είναι το γεγονός ότι οι παίκτες της κερδίζουν τα λιγότερα φάουλ (18.3), κάνουν τα λιγότερα κλεψίματα (4.25) και παίρνουν τα λιγότερα ριμπάουντ (31.7), ενώ επίσης είναι η ομάδα που κατεξοχήν προτιμά ένα ελεγχόμενο παιχνίδι με λίγες κατοχές. Είναι δεύτερη στη σχετική λίστα πίσω από την Μπαρτσελόνα, του Γιώργου Μπαρτζώκα.

Δέχεται 80.6 πόντους και επιτρέπει στον αντίπαλο να συγκεντρώσει ένα υψηλό ranking (89.4). Αυτό, όμως, δεν την εμποδίζει να περιορίζει κατά πολύ τις ασίστ (και επομένως τις συνεργασίες) του αντίπαλου (5η με 16.2) και παράλληλα να του απαγορεύει να εκτελεί με υψηλό ποσοστό στο δίποντο (49.7% – 3ο καλύτερο). Χωρίς να διαθέτει τα κορμιά, ή τους περιφερειακούς με τα γρήγορα πόδια, η Μπάμπεργκ στηρίζει την άμυνα της πάνω στην τακτική. Παίρνει γενναίες αποφάσεις και πολλές φορές ρίσκο, επιλέγοντας τον τρόπο που θα “χάσει”. Πολλές φορές για παράδειγμα προτιμά να επιτρέπει το σκορ συγκεκριμένου παίκτη, από το να βάλει όλη την ομάδα στο κόλπο. Άλλες φορές συμβαίνει το αντίθετο. Το υψηλό IQ δεν χρησιμεύει μόνο στην επίθεση, αλλά και στην άμυνα. Το ίδιο και η περιφερειακή γραμμή ψηλών, που επιτρέπει (ειδικά με το δίδυμο Μέλι-Τάις) τις αλλαγές στα screen, δίνοντας έτσι ένα μεγάλο πλεονέκτημα.

Η έλλειψη αθλητικότητας, ωστόσο, είναι ένα τίμημα που δέχτηκε να πληρώσει ο Αντρέα Τρινκέρι, που επενδύει σε αυτό που θα ονόμαζε ο Αργύρης Πεδουλάκης “σκεπτόμενο μπάσκετ”. Παίκτες με εμπειρία. Παίκτες που ξέρουν να διαβάζουν. Αυτό, άλλωστε, ήταν και το μυστικό της επιτυχίας της Καντού, της ομάδας με την οποία πρωτοσυστήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο. Και τότε η Καντού ήταν μια ομάδα που έπαιζε ένα μεστό μπάσκετ μισού γηπέδου, γεμάτη βετεράνους όπως ο Ντένις Μαρκονάτο και ο Τζιανλούκα Μπαζίλε, καλούς σουτέρ όπως ο Λιούνεν και ο Μαζαρίνο και πληθωρικούς φόργουορντ (στυλ Μίλερ) όπως ο Μίτσοφ και ο Μαρκοϊσβίλι.

Πίσω στη Μπάμπεργκ, όμως και στην έλλειψη του στοιχείου του ένας-εναντίον-ενός, η οποία θα μπορούσε να εντοπισθεί επίσης στο γεγονός ότι οι Γερμανοί δεν είναι η ομάδα που έχει τον τρόπο να κερδίζει στο τέλος. Εκεί, δηλαδή, που το παιχνίδι πάει σε προσωπικές φάσεις. Από τις 7 νίκες μόλις οι δύο έχουν έρθει σε κλειστό παιχνίδι. Εκεί, όπου ο Αμερικάνος Ντάριους Μίλερ, είναι αυτός που αναλαμβάνει να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Εξ ου και η επιλογή του στη λίστα με τους “καταλυτότερους” της διοργάνωσης, τους καταλύτες δηλαδή των 16 μονομάχων. Ως γενίκευση θα μπορούσαμε, βέβαια, να πούμε ότι η Μπάμπεργκ δεν έχει τη δυνατότητα να “αγοράσει” αυτό το ταλέντο που κρίνει στο τέλος τα παιχνίδια. Αυτό, όμως, δεν την εμποδίζει να είναι ανταγωνιστική και βασιζόμενη στην καλή της ομαδική λειτουργία να χτυπάει τα ματς όπου κι αν παίζει.

Τι έχει η Μπάμπεργκ; Μέλι έχει;

Ναι. Μέλι. Νικολό Μέλι. Αυτός είναι ο παίκτης που αλλάζει τα δεδομένα. Είναι 2ος σε ranking (20.2), 1ος σε ριμπάουντ (8.3) και 3ος σε ποσοστό τριών πόντων (56%). Σκοράρει 13.1 πόντους και μοιράζει 2.2 ασίστ, παίζοντας 31 λεπτά ανά παιχνίδι.

Είναι παράλληλα αυτός που δημιουργεί τις περισσότερες ανισορροπίες στην αντίπαλη άμυνα. Με τρεις βασικούς τρόπους. Με παιχνίδι στο post απέναντι σε κοντύτερους αντιπάλους, τραβώντας μακριά από το καλάθι τον προσωπικό του αντίπαλο και με το αγαπημένο του slip-the-screen, το “γλίστρημα” δηλαδή που ισοδυναμεί με την προσποίηση του σκρίνερ μπερδεύοντας την άμυνα.

Ο Μέλι σκοράρει  στο post

Ο Μέλι δημιουργεί από το post

Ο Μέλι παίζει με πρόσωπο

Ο Μέλι κάνει slip-the-screen

Ο Μέλι πασάρει

Παίζοντας στα δυνατά της σημεία

Αν κάτι διακρίνει την Μπάμπεργκ είναι ότι ξέρει τι κάνει μες στο γήπεδο. Κοινώς; Παίζει στα δυνατά της σημεία. Ο βασικός της στόχος είναι να πατήσει πάνω στο πλεονέκτημα που έχει με τον εκάστοτε αντίπαλο. Οπότε θα πρέπει να χωρίσουμε το επιθετικό της παιχνίδι σε δύο βασικά κομμάτια: στη δημιουργία και στην εκτέλεση. Για το δεύτερο έγινε αναφορά και παραπάνω. Οι Γερμανοί διακρίνονται για την παρουσία παικτών που μπορούν να σουτάρουν και να πασάρουν. Το τελευταίο ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία, διότι αυτό που τους διακρίνει είναι η διάθεση και η ικανότητα να δώσουν τη μπάλα στον αμαρκάριστο συμπαίκτη. Οπότε το φαινομενικά εύκολο για την Μπάμπεργκ είναι να εκμεταλλευτεί την οποιαδήποτε περιστροφή της άμυνας και να την τιμωρήσει. Για αυτό και όπως αναφέρθηκε παραπάνω είναι μια από τις καλύτερες ομάδες σε spot-up σουτ.

Drive-n-kick παιχνίδι

Στην παρακάτω φάση βλέπουμε συμπυκνωμένο το μεγαλείο της Μπάμπεργκ. Ένα έξυπνο play που έχει ως βάση του το screen στη μπάλα, αλλά εντέλει στοχεύει αλλού. Η “δύναμη” όμως αυτής της ομάδας είναι το γεγονός ότι οι παίκτες της διαβάζουν γρήγορα τη φάση, αναγνωρίζουν τη βοήθεια και το ποιος παίκτης είναι αμαρκάριστος και τιμωρούν τον αντίπαλο.

Συχνά-πυκνά το δύσκολο κομμάτι για τους παίκτες του Τρινκέρι είναι να δημιουργήσουν αυτό το ρήγμα στην αντίπαλη άμυνα, καθώς όπως αναφέρθηκε και παραπάνω υστερούν στην αθλητική ικανότητα και στο ένας-εναντίον-ενός. Είναι ο λόγος που συχνά τους βλέπουμε να προβληματίζονται απέναντι σε άμυνα με αλλαγές.

Γνωρίζοντας τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία τους φροντίζουν με ευλάβεια να εκμεταλλευτούν τα δυνατά τους όπλα (Μίλερ, Μέλι), επιμένουν να κυκλοφορούν γρήγορα τη μπάλα και να προκαλέσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανισορροπία, ποντάρουν στην ικανότητα των παικτών τους να σουτάρουν μετά από ντρίμπλα, ενώ επιστρατεύουν διάφορα τρικ για να βρουν το πολυπόθητο πλεονέκτημα.

Ο ρόλος του Μέλι αναφέρθηκε παραπάνω. Αυτός του Μίλερ είναι εντελώς διαφορετικός. Ο Ντάριους Μίλερ που είναι ο πρώτος σκόρερ της ομάδας με 13.3 πόντους και ο 3ος καλύτερος πασέρ με σχεδόν 3 ασίστ, είναι αυτός που θα βρει mismatch είτε στο “3”, είτε στο “4”. Λίγοι παίκτες έχουν τη δυνατότητα να ξεδιπλώσουν τόσες διαφορετικές πτυχές του ταλέντου τους. Ο Μίλερ κάνει σκριν, τρέχει ο ίδιος pick-n-roll, παίζει ένας-ένας, χρησιμοποιείται ως “δόλωμα”.

Shadow points και η διασκευή του pick-n-roll

Στην Αμερική αποκαλούν αυτούς τους πόντους ως “shadow points”. Είναι δηλαδή οι πόντοι που προκαλούνται από τη “σκιά” ενός παίκτη, από την αύρα του, δηλαδή από την προσοχή που δίνει η άμυνα σε συγκεκριμένους παίκτες. Για παράδειγμα οι Γερμανοί χρησιμοποιούν και την ικανότητα των παικτών τους στο σουτ, αλλά και τον φόβο του αντιπάλου για την ικανότητα των παικτών τους στο σουτ.

Χαρακτηριστικό είναι το τρικ με τα fake screens (στη λογική του slip-the-screen του Μέλι), όπου ένας καλός σουτέρ (συνήθως ο Μίλερ) κινείται προς τον χειριστή της μπάλας, αλλά αντί να παίξει μαζί του ένα άτυπο pick-n-roll, αδειάζει το χώρο (clear-out) και βάζει την άμυνα σε προβληματισμό. Συχνά αυτό το σάστισμα για κλάσματα δευτερολέπτου επιτρέπει τη διείσδυση του χειριστή, ή την εκτέλεση του σουτέρ που έκανε το ψεύτικο screen.

Fake PnR

Αναφέρθηκε παραπάνω ότι η Μπάμπεργκ είναι η δεύτερη ομάδα στο σκοράρισμα των χειριστών των pick-n-roll. Και ο Αντρέα Τρινκέρι έχει φροντίσει να ενισχύσει αυτό το “όπλο” της ομάδας του, βάζοντας διαφορετικές εκδοχές. Ξεκινά από τη βασική αυτή συνεργασία και στοχεύει σε άλλες επιλογές. Είδαμε προηγουμένως ένα από τα κλασσικά παιχνίδια με το fake screen μεταξύ περιφερειακών (παιχνίδι που χρησιμοποιεί η ΤΣΣΚΑ, αλλά και ο Ολυμπιακός), ενώ άλλες option είναι το back-screen ενός σουτέρ στον ψηλό (κομπίνα που λάνσαρε στην Euroleague ο Γιώργος Μπαρτζώκας και πλέον χρησιμοποιείται από τις περισσότερες ομάδες), ή το pick-n-roll με τον ψηλό αντί να ρολάρει να σκρινάρει τον άλλον παίκτη σε συνθήκες horns (αγαπημένη επιλογή των Thunder όταν έπαιζαν με τον Durant στο “4”).

PnR and screen away

PnR and back screen

Που μπορεί να φτάσει;

Το νόμισμα έχει δύο όψεις. Η μια έχει χαραγμένο πάνω της το 7-9, που είναι το ρεκόρ της μετά από 16 αγωνιστικές. Βρίσκεται δηλαδή μια νίκη μακριά από την 8άδα. Κοιτώντας τα πεπραγμένα της θα πρέπει να εμπιστευτούμε τον δείκτη της “βαρύτητας νίκης”, που αναλύθηκε την προηγούμενη βδομάδα. Η Μπάμπεργκ έχει να καλύψει γκέλες όπως αυτή με τον Παναθηναϊκό (-1.44) και τον Ερυθρό Αστέρα (-1.5), αναζητώντας νίκες αντίστοιχες μ’ αυτές που έχει κάνει απέναντι στον Ολυμπιακό (0.68) και στη Μακάμπι (1.375).

Τα ματς που της απομένουν είναι Ρεάλ, Φενέρμπαχτσε, Νταρουσάφακα, Ζαλγκίρις και Μακάμπι (εντός) και ΤΣΣΚΑ, Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, Ερυθρός Αστέρας, Ούνιξ και Μιλάνο (εκτός).

Συνολικά στη λίστα του “συντελεστή βαρύτητας” η Μπάμπεργκ βρίσκεται στην 13η θέση (-2), αλλά σε απόσταση αναπνοής από την 8η Νταρουσάφακα (-0.125). Ο απολογισμός της είναι -1.94 (8η) για τα εντός έδρας παιχνίδια και -0.06 (9η) για τα εκτός. Αυτό δείχνει σταθερότητα μέσα/έξω, αλλά και ότι απέχει ένα ξέσπασμα από το να πλασαριστεί στα playoffs.

*Ο συντελεστής “βαρύτητας νίκης” βαθμολογεί το κάθε αποτέλεσμα με βάσει το ρεκόρ του αντιπάλου.

Αναδημοσίευση από sport24.gr